- ἀστραπαίας
- ἀστραπαίᾱς , ἀστραπαῖοςof lightningfem acc plἀστραπαίᾱς , ἀστραπαῖοςof lightningfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.